χωριατόσπιτο

χωριατόσπιτο
το, Ν
1. σπίτι χωριάτη
2. (κατ' επέκτ.) φτωχική κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σπίτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωριατόσπιτο — το σπίτι χωριάτικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”